- ταραχοποιός
- οαυτός που προκαλεί ταραχές, φασαρία και θόρυβο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ταραχοποιός — causing disorder masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταραχοποιός — ο / ταραχοποιός, όν, ΝΜΑ άτομο που προξενεί ταραχές, ταραξίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταραχή + ποιός*] … Dictionary of Greek
ταραχοποιόν — ταραχοποιός causing disorder masc/fem acc sg ταραχοποιός causing disorder neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταραχοποιοῖς — ταραχοποιός causing disorder masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταραχοποιούς — ταραχοποιός causing disorder masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταραχοποιῶν — ταραχοποιός causing disorder masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταραχοποιητικός — ή, όν, Α [ταραχοποιός] αυτός που προξενεί ταραχές, ταραχοποιός … Dictionary of Greek
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
διασαλευτής — ο αυτός που προκαλεί τη διασάλευση, ταραχοποιός … Dictionary of Greek
ζιζάνιο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορώνης. * * * το (AM ζιζάνιον, Μ και ζιζάνιν και ζιζάνι) άγριο και άχρηστο φυτό που φυτρώνει ανάμεσα σε χρήσιμα φυτά και… … Dictionary of Greek